ἀεξίφυλλος

ἀεξίφυλλος
ἀεξί-φυλλος, ον,
A nourishing leaves, leafy,

ἀκταί A.Ag.697

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αεξίφυλλος — ἀεξίφυλλος, ον (Α) αυτός που αυξάνει τα φύλλα, που έχει πλούσιο φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • ἀεξιφύλλους — ἀεξίφυλλος nourishing leaves masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”